- υπερδοξάζω
- ΜΑδοξάζω, υμνώ με όλη μου τη δύναμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερδοξάζω — ὑπέρ δοξάζω think pres subj act 1st sg ὑπέρ δοξάζω think pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερδοξάσμιος — ον, Μ ένδοξος στον υπέρτατο βαθμό, υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερδοξάζω μέσω ενός τ. *ὑπερδοξασμός (πρβλ. σεβάσμιος: σεβασμός)] … Dictionary of Greek